- καρδιοφλογίζω
- (Μ καρδιοφλογίζω)(για έρωτα)1. φλογίζω ερωτικά τις καρδιές, προκαλώ ερωτικό πόθο2. μέσ. καρδιοφλογίζομαιβασανίζομαι ψυχικά, υποφέρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιοφλογιστής — ο, θηλ. καρδιοφλογίστρα [καρδιοφλογίζω] 1. αυτός που ανάβει ερωτικά τις καρδιές 2. αυτός που λυπεί, που βασανίζει την καρδιά … Dictionary of Greek
καρδιοφλόγισις — καρδιοφλόγισις, ἡ (Μ) [καρδιοφλογίζω] μεγάλη θλίψη, μεγάλη ψυχική αναταραχή … Dictionary of Greek
καρδιοφλόγιστος — καρδιοφλόγιστος, ον (Μ) [καρδιοφλογίζω] αυτός που φλογίζει την καρδιά, φλογερός, συγκινητικός … Dictionary of Greek